αυλόθυρα

αυλόθυρα
η
η εξωτερική θύρα που οδηγεί από τον δρόμο στην αυλή του σπιτιού και αντίστροφα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …   Dictionary of Greek

  • αυλόπορτα — η η αυλόθυρα …   Dictionary of Greek

  • γκάγκαρο — το βαρύ ξύλο κρεμασμένο με σχοινί πίσω από την αυλόθυρα, ώστε να την κλείνει αυτόματα με το βάρος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ganghero] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”